- λαγόνα
- και λαγών, η (Α λαγών, -όνος, ἡ και ὁ)συν. στον πληθ. οι λαγόνεςτα πλάγια μέρη τής λεκάνης τού ανθρώπου και ορισμένων ζώων, αλλ. ψαχνά, μαλακά, λαπάρα, λαγόνια («ἔχων δὲ τοι... καὶ χέρας λαγόνας τε και θώρακ' ἄριστον», Αριστοφ.)αρχ.1. μήτρα2. κοιλιά3. πηγάδι4. κάθε κοιλότητα5. (για ποταμό) η όχθη6. στον πληθ. α) (για όρος ή για τάφο) οι πλευρές, τα πλάγιαβ) τα έγκατα τής γης ή τής θάλασσας7. φρ. «λαγόνων ὀστέα» — τα ειλεακά οστά.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαγ- (πρβλ. λαγαίω) + κατάλ. -ών. Πιθ. να έχει παραχθεί από *λάγος (βλ. λαγώς). Το *λάγος (πιθ. < *σλαγος) αντιστοιχεί με ορισμένα αρχ. γερμ. επίθετα που σημαίνουν «χαλαρός, μαλακός» (πρβλ. αρχ. σκανδ. slakr, αρχ. σαξον. slac, αγγλοσαξον. slaec κ.ά.].
Dictionary of Greek. 2013.